- συναποδέδεικται
- σύν-ἀποδείκνυμιpoint away fromperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποδείκνυμι — ΜΑ 1. αποδεικνύω κάτι από κοινού με άλλον ή μαζί με κάτι άλλο («τούτου γὰρ δειχθέντος καὶ ἐκεῑνο συναποδέδεικται», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. παθ. συναποδείκνυμαι προσδιορίζομαι συγχρόνως … Dictionary of Greek